Μαρξ και 1848
Ο Μαρξ δεν ήταν ο συγγραφέας αλλά η ευφυής κριτική φυσιογνωμία που συμμετείχε στην Αριστερά κατά τον 19ο αιώνα. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν εφευρέθηκαν από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τους συνεργάτες (και αντιπάλους) τους στην Αριστερά, αλλά προέκυψαν από τις αντιφάσεις της ίδιας της σύγχρονης κοινωνίας, όπως αυτές εκφράσθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και στο σύγχρονο εργατικό κίνημα που αναδύθηκε μαζί με τη Βιομηχανική Επανάσταση στις αρχές του 19ου αιώνα. Η σπουδαία διορατικότητα του Μαρξ ήταν να θεωρήσει την ίδια την Αριστερά ως σύμπτωμα του καπιταλισμού που δεν αντιτίθεται σε αυτόν έξωθεν αλλά εκ των ένδον, εμμενώς. Εντούτοις, ο Μαρξ υποστήριξε την Αριστερά, το σύγχρονο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, ενώ προσπάθησε να πιέσει για την περαιτέρω ανάπτυξή της, και να συντελέσει ώστε να αναγνωρισθεί ο τρόπος με τον οποίο παραπέμπει πέραν του εαυτού της
Η σκέψη του Μαρξ κατάγεται από την εμμενή κριτική της χειραφετητικής πολιτικής μετά το 1789, τον γαλλικό σοσιαλισμό, τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία και τη βρετανική πολιτική οικονομία. Μέχρι το 1848, την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ένγκελς και των επαναστατικών εξεγέρσεων [uprisings] στη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλα μέρη της Ευρώπης (οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1840), η πολιτική της κοινωνικής ισότητας και δημοκρατίας είχε γίνει περισσότερο περίπλοκη και εμβριθής συγκριτικά με ό,τι η ρουσσωϊκή πολιτισμική κριτική της σύγχρονης κοινωνίας (το σύνθημα του Προυντόν “η ιδιοκτησία είναι κλοπή”) μπορούσε να συμπεριλάβει—ή μπορούσε να ελπίζει ότι θα υπερβεί. Μέχρι το 1848, η ριζοσπαστική δημοκρατία, υπό τη μορφή της εξέγερσης [revolt] εκ μέρους της “αστικής” (αστεακής—urban) “τρίτης τάξης” (συμπεριλαμβανομένων των εργατών), απέτυχε: το κεφάλαιο απειλούνταν από την κοινωνική δημοκρατία, καθότι η τελευταία ωθούσε πέρα από τις μορφές της κοινωνικής αναπαραγωγής του. Η συνέπεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1848 ήταν [αφενός] η έλευση εμφατικών μορφών “μαζικής” πολιτικής και [αφετέρου] το σύγχρονο εθνικό κοινοβουλευτικό-βοναπαρτιστικό κράτος με το οποίο εξακολουθούμε να ζούμε μέχρι σήμερα.
Μετά την κρίση που ακολούθησε το 1848 στην Αριστερά, ο Μαρξ καταπιάστηκε με την κριτική-διαλεκτική σύλληψη του καπιταλισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο καπιταλισμός είναι μια μορφή χειραφέτησης που (ανα)συγκροτεί μια ειδική μορφή κυριαρχίας πάνω στην κοινωνία: η επιταγή να παραχθεί “υπεραξία” και με αυτόν τον τρόπο να κεφαλαιοποιηθεί η εργασία υπό μορφές που μεσολαβούνται και καταμετρώνται με τον χρόνο εργασίας. Το κεφάλαιο έγινε μια μορφή πλούτου που δύναται να μετρηθεί ως μια επένδυση κοινωνικής εργασίας, μια μορφή που διαφυλάσσει και εφοδιάζει αξία για το μέλλον, αλλά μια μορφή στην οποία η “νεκρή” εργασία κυριαρχεί στη ζωντανή εργασία.
Μετά το 1917, ο Λούκατς επανάκτησε την αντίληψη του Μαρξ σχετικά με την αντιφατική αλλά καταστατική ταυτότητα και μη ταυτότητα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στον καπιταλισμό που δημιουργεί μορφές δυσαρέσκειας και μεσιτείας [agency] – ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς—οι οποίες αναπαράγουν και διαιωνίζουν μια κοινωνία που κυριαρχείται από το κεφάλαιο, μια αντίφαση του κοινωνικού Είναι και της συνείδησης για τα υποκείμενα της εμπορευματικής μορφής.
Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός καθ’ εαυτόν προετοιμάζει και προκαλεί το χειραφετητικό κοινωνικό δυναμικό το οποίο εξίσου περιορίζει. Ως κοινωνική μορφή, το κεφάλαιο παραπέμπει πέραν του εαυτού του.
Λένιν, Λούξεμπουργκ και 1917
Στη στροφή του 20ου αιώνα, η νεότερη γενιά ριζοσπαστών στη Σοσιαλδημοκρατική Δεύτερη Διεθνή θεώρησε δεδομένο τον επαναστατικό χαρακτήρα των μαρξιστών προκατόχων τους (Κάουτσκυ, Πλεχάνοφ), αλλά [αυτοί οι ριζοσπάστες] αντιμετώπιζαν με δυσκολία τα προβλήματα του κινήματος το οποίο τόσο ένθερμα υπερασπίζονταν. Οι καθιερωμένοι φορείς της επαναστατικής μαρξιστικής εντολής βρέθηκαν φοβερά απομονωμένοι στην Αριστερά με το ξέσπασμα του Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Η Ρωσία αποδείχθηκε ο “πιο αδύναμος κρίκος” στο παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού, ενώ έγινε το επίκεντρο του επαναστατικού πολιτικού αγώνα, αλλά με το παράδοξο αποτέλεσμα του, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, “παραμορφωμένου κράτους των εργατών” που εφαρμόζει τον “κρατικό καπιταλισμό” στο βαλτώδες μέτωπο του παγκόσμιου κεφαλαίου, το οποίο “ανάρρωσε” πολύ γρήγορα από την κρίση του πολέμου. Η Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της στη Γερμανία υποστήριξαν τους Μπολσεβίκους, αλλά ως μαρξιστές παρέμειναν κριτικοί, καθώς γνώριζαν ότι ο Οκτώβρης του 1917 προώθησε την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας επανάστασης, θέτοντας ένα “πρόβλημα” στη Ρωσία που δεν μπορούσε να “λυθεί” εκεί. Πασχίζοντας να παραμείνουν πιστοί στις αρχές του μαρξισμού, στην πραγματικότητα ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ και οι υποστηρικτές τους μετασχημάτισαν το μαρξιστικό κίνημα, αλλά με εξαιρετικά άνισους τρόπους που, με την υπέρτατη αποτυχία και προδοσία της αντικαπιταλιστικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει το 1917-19, προετοίμασε τον μελλοντικό εκφυλισμό της Αριστεράς.—ο οποίος έπληξε στον ίδιο βαθμό την αυτοκατανόησή της.
Τρότσκι
Όταν ο Στάλιν ανακοίνωσε την πολιτική του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”, δεν κατάργησε έτσι κατηγορηματικά μια επαναστατική μαρξιστική προοπτική, αλλά πολύ περισσότερο προσαρμόστηκε στις περιστάσεις της Ρωσικής Επανάστασης μετά το 1924. Ούτε οι επαναστάτες που ήταν λιγότερο κυνικοί από τον Στάλιν ούτε οι Μπολσεβίκοι που χειραγωγήθηκαν και δολοφονήθηκαν από αυτόν υποστήριξαν τη θέση ότι μονάχα η ριψοκίνδυνη πολιτική του παγκόσμιου κομμουνισμού είχε κάποια ελπίδα να διαφυλάξει, πολλώ δε μάλλον να πολλαπλασιάσει, τα πολύ μετριοπαθή κέρδη του 1917. Με την απουσία αυτής της πολιτικής, η επείγουσα ανάγκη της “διαφύλαξης της επανάστασης” απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες, μια εκτυλισσόμενη καταστροφή για την ανθρωπότητα.
Αντόρνο
Η αποσύνθεση του επαναστατικού μαρξισμού από τη δεκαετία του 1930 έφερε στο προσκήνιο το έντονο πρόβλημα της κριτικής συνείδησης στην Αριστερά. Η ριζική κρίση του πολέμου και της κοινωνικής επανάστασης κατά την περίοδο 1914-19 παρήγαγε το αντιδραστικό της συμπλήρωμα, το δηλητηριώδες κίνημα του φασισμού και την επανάληψη του παγκόσμιου πολέμου που είχε ρημάξει την Αριστερά έως το 1945. Ως επακόλουθο της αντεπανάστασης και της αντίδρασης μετά το 1919 αναδύθηκε η δομή του “αυταρχικού χαρακτήρα” για την κοινωνική και πολιτική υποκειμενικότητα που εκφράσθηκε διεισδυτικά, όχι μόνο στις συγκεντρώσεις των μελανών και καστανών χιτώνων, αλλά και στο Λαϊκό Μέτωπο, όπως και, αργότερα, στον “εθνικισμό” του “Τρίτου Κόσμου”. Η “αυταρχική προσωπικότητα”, με τον χαρακτηριστικό πληγωμένο ναρκισσισμό και σαδομαζοχισμό της, κατέδειξε έναν οπισθοδρομικό “φόβο της ελευθερίας”.
Ο “μαρξισμός” έγινε κομμάτι της ιδεολογίας της αντιδραστικής κοινωνικής πραγματικότητας του “αναπτυγμένου” καπιταλισμού, αλλά ένα κομμάτι που εξακολουθούσε, σιγοκαίοντας στην ιστορία, να παραπέμπει πέρα από τα όρια της “αστικής” ιδεολογίας, της οποίας το κενό προοριζόταν να καλύψει. Κατά την περίοδο της θριαμβικής αντεπανάστασης που χαρακτήρισε τον όψιμο 20ο αιώνα, η ερώτηση και το πρόβλημα της κριτικής κοινωνικής συνείδησης επανεμφανίσθηκαν. Η επανάκτηση του κριτικού περιεχομένου της μαρξικής θεωρίας και πράξης αποδείχθηκε ένα δυσπρόσιτο ζήτημα έως τη δεκαετία του 1960, αλλά ένα ζήτημα που στοίχειωσε την Αριστερά αναφορικά με τον κοινωνικο-πολιτικό αποπροσανατολισμό και τη συγκάλυψη της αποστολής και του σχεδίου της χειραφέτησης που συνιστά την εμβριθέστερη κληρονομιά της ηττημένης και αποτυχημένης επανάστασης.
Από το ‘68—και το ‘89—στο σήμερα
Έως τη δεκαετία του 1960, η “Αριστερά” αρνήθηκε όλο και περισσότερο τα δικαιώματα και τις ευθύνες των πληθυσμών που ήταν στρατηγικά τοποθετημένοι στην καρδιά του παγκόσμιου κεφαλαίου να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας.—Σύμφωνα με τη λακωνική διατύπωση της Σούζαν Σόνταγκ [Susan Sontag] το 1967, “η λευκή φυλή είναι ο καρκίνος της ανθρώπινης ιστορίας”.—Αυτό που υποστηρίχθηκε ήταν η παθητική προσδοκία της κατάληψης της ιστορικής σκηνής από τους “υποδεέστερους” (“subalterns”), χωρίς καμία κριτική μέριμνα για τις πραγματικές πολιτικές μορφές που αυτή η κατάληψη λαμβάνει.—Όπως το έθεσε ο Αντόρνο κατά τις απαρχές της αποαποικιοποίησης: “Οι άγριοι δεν είναι περισσότερο ευγενείς” (1944).—Αυτή η παραίτηση έλαβε διαφορετικές μορφές αυταπάρνησης—συμπεριλαμβανομένων ρατσιστικών ενθουσιασμών για την “πολιτισμική διαφορά” – που συντέλεσαν στην απόσυρση της πολιτικής.
Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της επαναστατικής Αριστεράς, ήδη σε κατάσταση βαθιάς αποσύνθεσης μετά το 1945, μπήκε με την παραίτηση από τον ρόλο της κριτικής κοινωνικής συνείδησης με την εμφάνιση της “Νέας” Αριστεράς—αλλά προετοιμάστηκε πολύ νωρίτερα. Η απομάγευση της Αριστεράς που ακολούθησε τη δεκαετία του 1960 έριξε μια μεγάλη σκιά κατά τις δεκαετίες του 1970-80, ενώ κορυφώθηκε την περίοδο 1989-92 με την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και το “τέλος της ιστορίας” – ένα τέλος σε κάθε (“μεγάλο”) σχέδιο χειραφετητικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η “Νέα Αριστερά” έλαβε τον κόσμο που δικαιούνταν· οι προσπάθειες να διατηρηθεί ο ψευτοριζοσπαστικός αντιμαρξισμός της είναι προσπάθειες να αναστηθεί ένα φάντασμα.
Η παρατήρηση του Αντόρνο ότι “δεν μπορούμε να ζήσουμε ορθά μια λανθασμένη ζωή” (1944) έχει παρεξηγηθεί ως υπαρξιακό και όχι πολιτικό πρόβλημα. Όμως, το πρόβλημα της πράξης δεν είναι ηθικό, αλλά αφορά τη διάνοιξη πραγματικών κοινωνικο-πολιτικών δυνατοτήτων για χειραφέτηση.
Ένας χειραφετημένος κόσμος στον οποίο η ελευθερία του καθενός θα αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για την ελευθερία όλων, ο οποίος θα έχει επιτευχθεί διαμέσου της κοινωνικής αλληλεγγύης που προβλέπει “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” (Μαρξ), του οποίου το όραμα παρακίνησε την ιστορική Αριστερά, μοιάζει σχεδόν ασύλληπτος σήμερα.
Όμως, όπως ακριβώς είναι αρκετά πιθανόν, προφανώς, να καταπιεζόμαστε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τους λόγους γι’ αυτό—το νόημα της “αλλοτρίωσης” – απραγματοποίητες πιθανότητες μπορούν ακόμη να επιμένουν παρά την έλλειψη της επίγνωσής τους: μια μη ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Η πιθανότητα της κριτικής συνείδησης της χειραφέτησης επιζεί του φαινομενικού της θανάτου, όσο ασυνείδητα και αν μας βαραίνει σήμερα. Ο ρόλος της συνείδησης είναι ζωτικός για κάθε πιθανή κοινωνική χειραφέτηση.
Ιούλιος, 2006