Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα: Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης


Εισαγωγή

Platypus Review #17 | September 2013

[Αλλες γλώσσες: English, Deutsch]

Platypus Review #17 | November 2009

[Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη]

[Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

Εισαγωγή

Benjamin Blumberg

Τι σημαίνει να πούμε, όπως κάνει ο Πλατύποδας, ότι η Αριστερά είναι νεκρή; Και τι σημαίνει να μιλάμε για την ιστορία της Αριστεράς έπειτα από τον θάνατό της; Είναι καθήκον μας να διευθετήσουμε αυτά τα ερωτήματα.

Καταρχήν, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε πώς αυτά τα ερωτήματα συνέβαλαν στη διαμόρφωση των ιδεών και των δραστηριοτήτων του Πλατύποδα. Ο Πλατύποδας ξεκίνησε ως μια ομάδα μελέτης με έδρα την Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης στο Σικάγο. Η εν λόγω ομάδα συνενώθηκε μέσω της κοινής συνειδητοποίησης πως η κοινωνική και πολιτιστική θεωρία του Αντόρνο και των άλλων μελών του ινστιτούτου κοινωνικής έρευνας της Φρανκφούρτης περιείχε την κληρονομιά του επαναστατικού μαρξισμού της προγενέστερης περιόδου. Η συνειδητοποίηση αυτή συζεύχθηκε με μια άλλη: ο ισχυρισμός ότι οι θεωρητικές ιδέες του Αντόρνο ήταν το κληροδότημα των πολιτικών πρακτικών του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι έφερε σε αντίθεση τον Πλατύποδα με την υπάρχουσα Αριστερά υπό πολυάριθμες απόψεις.

Επί του παρόντος, η Αριστερά έχει απομακρυνθεί από το ερώτημα του πώς ο ηττημένος επαναστατικός μαρξισμός των πρώτων και των δεύτερων δεκαετιών του 20ου αιώνα συνεχίστηκε στα μέσα του με τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Για την Αριστερά, η κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης θεωρείται ως δικαιολόγηση της αποχής, την οποία υποκρύπτει μία κριτική της συμμετοχής ενώ, αντίθετα, η κυρίαρχη σύλληψη του επαναστατικού μαρξισμού είναι εκείνη ενός αδίστακτου πρακτικισμού, στον οποίο οι σκοποί δικαιολογούν οποιαδήποτε μέσα. Κάτω από αυτές τις μονομερείς συλλήψεις βρίσκεται ένα μεγαλύτερο πρόβλημα που υπήρχε φανερά τουλάχιστον από την εποχή του Μαρξ, ότι, δηλαδή, η θεωρία και η πράξη μοιάζουν αντιπαρατιθέμενες, αλλά επίσης και αδιαχώριστες. Επίσης, από την εποχή του Μαρξ και μετά, ο καλύτερος ορισμός για την Αριστερά είναι αυτός που τη θεωρεί ως τη μετασχηματιστική δύναμη στην ιστορία που αντιμετωπίζει άμεσα το προαναφερθέν πρόβλημα, ακόμη και αν συχνά το κάνει με τυφλότητα και αναποτελεσματικά. Αυτό το πρόβλημα της σχέσης θεωρίας και πράξης βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής του Μαρξ, και της σημαντικότερης μαρξιστικής παράδοσης έως τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φρανκφούρτης.

Η αποτυχία της να αντιμετωπίσει τη σχέση μεταξύ της κριτικής θεωρίας και του επαναστατικού μαρξισμού καταδεικνύει μια βαθύτερη αποτυχία της σύγχρονης Αριστεράς. Η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη εκμηδενίστηκε με την μετατροπή της θεωρίας και της πράξης σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Ακόμη και όταν κανείς διατείνεται πως η θεωρία και η πράξη συνυπάρχουν, είναι φανερό πως αυτό απλώς σημαίνει ότι η μία είναι υφιστάμενη στην άλλη.

Επιλύοντας, κατ’ επίφαση, το πρόβλημα θεωρίας και πράξης, η Αριστερά παραιτήθηκε από το καθοριστικό στοιχείο της πολιτικής της και έπαψε να είναι Αριστερά εξολοκλήρου. Τούτο, έχει βαθύτατες επιδράσεις στην εξέλιξη της ιστορίας του καπιταλισμού, στην οποία η Αριστερά παραδοσιακά έδρασε ως μορφοποιητικός καταλύτης. Καθώς οι πολιτικές της δεν διαμεσολαβούσαν πλέον τη θεωρίας και την πράξη, η Αριστερά άρχισε να αποσυντίθεται. Ακολουθώντας τον Αντόρνο, ο Πλατύποδας αποκαλεί αυτή την διαδικασία ιστορική οπισθοδρόμηση.

Επομένως, οι απαρχές της θεωρητικής έρευνας του Πλατύποδα έθεσαν το πολιτικό καθήκον της κριτικής και, εν τέλει, της υπέρβασης της υπάρχουσας Αριστεράς, η οποία εκούσια κατέστησε τον εαυτό της αδιάφορο ενώπιον της αναγκαιότητας να επεξεργάζεται το πρόβλημα της συσχέτισης της θεωρίας προς την πράξη. Ωστόσο, η αναγνώριση του καθήκοντος αυτού δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη διεκπεραίωσή του. Η αδιαφορία της υπάρχουσας Αριστεράς για το πρόβλημα οδήγησε στη συσσώρευση επιστρωματώσεων εκλογικεύσεων και δικαιολογιών, προκειμένου αυτή να συνεχίζει με την επίφαση πως τίποτα δεν πάει λάθος. Αυτό έθαψε το πρόβλημα βαθιά κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών της σημερινής Αριστεράς. Ο Πλατύπους υπάρχει για να απομακρύνει το καθίζημα. Η ομάδα ιδρύθηκε το 2006 για να ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο και τη συζήτηση στην Αριστερά που αφορά στο ερώτημα: πώς προσπεράσαμε το γεγονός ότι η Αριστερά είναι νεκρή και πώς θα μπορούσαμε εμείς, στη δεδομένη κατάσταση, να εκπληρώσουμε το σύνθημα «Ζήτω η Αριστερά»; | P

{{ % figure src=“/img/platypus_antiwar031908chicago_10.jpg” % }}

Share this article