[Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης]
Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
Η χρονολογία που μου προτάθηκε για να συζητήσω, το 1933, συνοψίζεται αμέσως σε δύο ονόματα: Ρούσβελτ και Χίτλερ—Ρεφορμισμός ή Βαρβαρότητα. Ευελπιστώ, ωστόσο, να τα συζεύξω με άλλα δύο και μια χρονολογία ακόμη. Αυτή είναι το 1940. Τα ονόματα είναι εκείνα του Τρότσκι και του Μπένγιαμιν. Και τα τέσσερα ονόματα εννοούνται τόσο στην αντίθεσή τους όσο και στην παραλληλία τους. Με μια πρώτη ματιά, ο Χίτλερ και ο Ρούσβελτ, το New Deal και ο φασισμός, ίσως φαίνονται αντίθετοι πόλοι. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Wolfgang Schivelbusch, πολλοί σύγχρονοι κατανόησαν τον Ρούσβελτ και τον φασισμό σαν να διευθετούν συγκρίσιμα προβλήματα, παρά τις κάπως διαφορετικές τους μεθόδους. Ομοίως, ενώ ο Μπένγιαμιν, ο μελαγχολικός μανδαρίνος, και ο Τρότσκι, ο φλογερός επαναστάτης, μοιάζουν να βρίσκονται σε αντίθετους πόλους της μαρξιστικής προβληματικής, η θέση του Πλατύποδα είναι πως ανταποκρίνονταν αμφότεροι στην ίδια κρίση του μαρξισμού, ακριβώς όπως ο Χίτλερ και ο Ρούσβελτ ανταποκρίνονταν στην κρίση του καπιταλισμού. Οι δύο αυτές κρίσεις, του καπιταλισμού και του μαρξισμού, καθόρισαν την ιστορία του 20ου αιώνα και συνεχίζουν να βαραίνουν την ιστορία του 21ου.
Αυτά τα δύο ζευγάρια συνδέονται επίσης και μέσω των ημερομηνιών των θανάτων τους: του Χίτλερ και του Ρούσβελτ το 1945, του Τρότσκι και του Μπένγιαμιν το 1940. Και ενώ τέτοια γεγονότα είναι, υπό μία έννοια, απλές συμπτώσεις, μπορούν επίσης να αναγνωστούν και ως οιωνοί. Μια γενιά μπορεί να συνδεθεί εξίσου με την ημερομηνία του θανάτου της, όπως με αυτήν της γέννησής της.
Δυο μαρξιστές πρόσφυγες με μεγάλο λογοτεχνικά ταλέντο, δυο άνθρωποι που δοκιμάστηκαν «σ’ έναν πλανήτη δίχως βίζα», τόσο ο Τρότσκι και ο Μπένγιαμιν αποτελούσαν κοινό τύπο ανθρώπου ανάμεσα στους πολλούς Εβραίους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, πριν μεσολαβήσουν η μεγάλη τομή του Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ: άνθρωποι βαθιά κοσμοπολίτες, σε βαθμό σχεδόν αφάνταστο σήμερα. Υπήρξαν και οι δύο άνθρωποι που, παρ’ όλα όσα συντελέστηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα, έμοιαζαν ακόμη ριζωμένοι στο προγενέστερο, λιγότερο ζοφερό ξεκίνημα του αιώνα. Ήταν άνθρωποι του καιρού τους, αλλά και άνθρωποι έξω από αυτόν, πρόσωπα um neunzehnhundert [«περί του 1900»]. Οι αφύσικοι θάνατοί τους φαίνεται να προοικονομούσαν έναν νέο και ακατανόητα φρικτό κόσμο· το Άουσβιτς και η Χιροσίμα περίμεναν στη γωνία, και μόνο για λίγο δεν τα πρόλαβαν. Είναι τόσο δύσκολο να τους φανταστούμε στον μεταπολεμικό κόσμο όσο δύσκολο είναι να φανταστούμε τον Βολταίρο και τον Ρουσσώ να ζουν στον κόσμο που ακολούθησε τη γαλλική επανάσταση. Αυτοί τον προεικονίζουν και, ως εκ τούτου, δεν τον διαπερνούν. Αν, όπως ως γνωστόν δήλωσε ο Αντόρνο, μετά το Άουσβιτς είναι ανεπίτρεπτη η ποίηση, αυτοί γλίτωσαν, λόγω της στιγμής του θανάτου τους, το βάρος αυτής της απαγόρευσης. Είναι δύο θραύσματα της ανεκπλήρωτης, κρυφής αντι-ιστορίας του 20ου αιώνα –της ιστορίας που παραμένει ενεργά πραγματική, χάριν της μη εκπληρωμένης δυνατότητάς της.
Αντιθέτως, ο Ρούσβελτ και ο Χίτλερ είναι η αποκαλούμενη «πραγματική» ιστορία του 20ου αιώνα. Αν ο Τρότσκι και ο Μπένγιαμιν εκφράζουν τις ουτοπικές δυνατότητες που παραμένουν κρυμμένες στην καπιταλιστική κοινωνία, περιμένοντας να ξεκλειδωθούν, ο Χίτλερ και ο Ρούσβελτ, αντίθετα, αφενός εκφράζουν τη βαρβαρότητα που ενεδρεύει κάτω από το πέπλο της αστικής κοινωνίας και, αφετέρου, τα υποτιθέμενα «ρεαλιστικά» όρια στα οποία μπορούμε να ελπίζουμε προσβλέποντας σε μια καλύτερη κοινωνία. Εν τέλει, ο Ρούσβελτ είχε τον ρόλο του «καλού μπάτσου» ενάντια στον «κακό μπάτσο» Χίτλερ. Τίποτα δεν συνοψίζει καλύτερα την ένδεια των καιρών μας όταν, εν τω μέσω της μεγαλύτερης καπιταλιστικής κρίσης από την δεκαετία του 1930 και μετά, η υψηλότερη προσδοκία μεγάλου μέρους της Αριστεράς είναι ο Ρούσβελτ, όπως καθίσταται προφανές από την ολοένα και συχνότερη ερώτηση: «Θα είναι ο Ομπάμα ένας ακόμη Ρούσβελτ;» Από τα φαντασιοκοπήματα περί ενός νεοσυντηρητικού «φασισμού» μερικά χρόνια πριν, η Αριστερά μετακινήθηκε δίχως κόπο στις φαντασιώσεις ενός νέου Λαϊκού Μετώπου. Εντούτοις, το προφανές ασφαλώς αποφεύγεται: δεν υπάρχει για τον Ομπάμα σοσιαλιστική απειλή να αποκεφαλίσει. Αντιθέτως, οι διαμαρτυρίες κατά των «πακέτων [οικονομικής] διάσωσης» παίρνουν την μορφή ενός ασυνάρτητου λαϊκισμού. Στόχος είναι η AIG και η «απληστία», όχι ο καπιταλισμός.
Με παρόμοιο τρόπο, εάν ο ομολογημένος στόχος του νεοσυντηρητισμού για «εξάπλωση της δημοκρατίας» συνιστά ιδεολογική πλύση εγκεφάλου, πρέπει κανείς επίσης να παραδεχτεί ότι κύριος στόχος του ιμπεριαλισμού των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι πια πρωτίστως η Αριστερά, όπως συνέβη κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου. Αντίθετα, οι «πόλεμοι της αυτοκρατορίας» είναι τώρα πόλεμοι κατά των ακροδεξιών δυνάμεων, όπως στο Αφγανιστάν –δεξιές δυνάμεις που φέρουν οι ίδιες μια, όχι ασήμαντη, ομοιότητα με τον φασισμό. Εντούτοις, τούτος ο ασυνάρτητος ημι-φασισμός είναι τόσο διαφορετικός από την παγκόσμια απειλή του μεγάλου φασισμού των δεκαετιών του 1930 και του 1940, όσο διαφορετικός είναι και από τους Τσε Γκεβάρα της δεκαετίας του 1960. Εντός της μητροπολιτικής Αριστεράς, οι «αντιφασιστικές» και «αντι-ιμπεριαλιστικές» παρορμήσεις συγκρούονται επί του προβλήματος, αφήνοντας μόνο σύγχυση.
Ως εκ τούτου, αν για παράδειγμα η κυβέρνηση Ομπάμα εμπλακεί σε «πόλεμο» με Σομαλούς πειρατές, ένα κομμάτι της Αριστεράς ασφαλώς θα αισθανθεί υποχρεωμένο να εκφράσει την αλληλεγγύη του σε αυτούς. Θα μας πουν πως οι Αυτοκρατορίες είναι στην πραγματικότητα υπερμεγενθυμένοι πειρατές, και τα λοιπά. Κανείς δεν πιστεύει φυσικά πως η πειρατεία είναι τωόντι σοσιαλισμός –αλλά ελλείψει σοσιαλισμού αισθανόμαστε πως πρέπει να τα βολέψουμε με την πειρατεία, αποκαλώντας την μορφή «αντίστασης». Η απόλυτη μιζέρια του παρόντος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά πρόσωπο. Χρησιμοποιώντας μια φράση εφευρεμένη από τον Ρόμπερτ Μούζιλ, θα λέγαμε «Seinesgleichen gescieht» [«Όμοιά τους συμβαίνουν» ή «Η ψευδο-πραγματικότητα κατισχύει»]. Η ψευδοπραγματικότητα κατισχύει σε έναν κόσμο ψευδοπολιτικής. Κάτι συντελείται ως πραγματικό, αλλά δεν είναι όντως πραγματικό. Τούτο το διαισθανόμαστε, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι πώς να μιλήσουμε γι’ αυτό. Προσπαθούμε να αγνοήσουμε αυτό που γνωρίζουμε. Αναζητούμε καθρέφτες στην ιστορία αλλά, όπως ένα σπίτι εντός του οποίου βρίσκεται ένα πτώμα, ανακαλύπτουμε ότι όλοι οι καθρέφτες έχουν καλυφθεί.
Αλλά πώς φτάσαμε εδώ από τον κόσμο του 1940; Το 1940, ο κόσμος δεν ήταν ένα τόσο μίζερα αποπολιτικοποιημένο μέρος όσο είναι σήμερα. Πράγματι, ήταν ένα τραγικό και τρομακτικό μέρος, αλλά, εντούτοις, τραγικά και τρομακτικά πραγματικό. Η διαφορά, ασφαλώς, δεν έγκειται «στον κόσμο» αλλά στην δυνατότητά μας να τον κατανοούμε. Το βασικό νόημα της «οπισθοδρόμησης» είναι το εξής: η Αριστερά, ολοένα και περισσότερο, δεν αντιμετωπίζει τον κόσμο, αλλά μάλλον τη δική της ανεπίλυτη ιστορία. Δεν θα έπρεπε κανείς να φανταστεί την ήττα ως κάτι που απλώς της επιβλήθηκε από την δεξιά, απλώς εξαιτίας μιας ανώτερης δύναμης: μάλλον η ήττα εσωτερικεύθηκε βαθειά από την Αριστερά με τρόπους σκέψης, στόχος των οποίων είναι η αυτολογοκρισία. Πιο συγκεκριμένα, δύο κρίσιμες περίοδοι πρέπει διαρκώς να αναβιώνονται και να παρανοούνται: οι δεκαετίες του 1930 και του 1960. Τούτες, δεν είναι ούτε κορυφώσεις, ούτε μοντέλα—δεν πρέπει τώρα να οικοδομήσουμε, ούτε μια «Νέα Αριστερά», αλλά ούτε και μια νέα «Παλαιά Αριστερά». Αντ’ αυτού, αποτελούν αμφότερες κρίσιμα στάδια στην μακρά αποσύνθεση της Αριστεράς. Η περίοδος 1933-1940 είναι η τελευταία απόπειρα του κλασικού μαρξισμού να οπλίσει τον εαυτό του κατά της διπλής απειλής του Σταλινισμού και του φασισμού. Ο Τρότσκι παριστά την κεντρική φιγούρα αυτού του αγώνα. Ήταν ο τελευταίος ριζοσπάστης της Β’ Διεθνούς και μαζί του τελειώνει η ιστορία του κλασικού μαρξισμού.
Τούτο ήταν την ίδια στιγμή η πηγή του μεγαλείου του Τρότσκι και το όριό του. Αντιθέτως, η Σχολή της Φρανκφούρτης, παρότι πολιτικά υπήρξε λιγότερο σαφής από τον Τρότσκι, είδε κάποια πράγματα ίσως πιο καθαρά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Τρότσκι κατανόησε καλύτερα τον Σταλινισμό και η Σχολή της Φρανκφούρτης τον φασισμό. Τελικά, όμως, τόσο ο Τρότσκι όσο και η Σχολή της Φρανκφούρτης επέζησαν μόνο ως βρισκόμενες εν αναμονή προκλήσεις. Κανείς από τους δύο δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί διανοητικά καινοτόμος στον μεταπολεμικό κόσμο. Το περισσότερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να υπερασπιστούν το ήδη κεκτημένο. Στο τέλος, ο Αντόρνο απέμεινε μια μοναχική φιγούρα και οι Τροτσκιστές –και οι 31 αποχρώσεις– υπήρξαν, ακόμη και βάσει της δικής τους εκτίμησης, απλοί επίγονοι. Πράγματι, οι καλύτεροι Τροτσκιστές θα επέμεναν πως για πάνω από δύο τρίτα αιώνα μετά τον θάνατο του Τρότσκι, δεν υπήρξε σχεδόν τίποτα που να αξίζει το όνομα της μαρξιστικής θεωρίας. Και μολονότι σκανδαλώδες, τούτο είναι πιθανόν αληθές. Εάν θέλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με τον μαρξισμό, το βασικό καθήκον όλων των θεωρητικών μαρξιστών σήμερα είναι η απόπειρα απάντησης στο ερώτημα: Γιατί δεν έχουμε μία επαρκή μαρξιστική θεωρία του παρόντος;
Ακόμη και αν η δεκαετία του 1930 ήταν μια τραγωδία, δηλαδή μια πραγματική ήττα, και η δεκαετία του 1960 ήταν μια φάρσα, δηλαδή η αναπαράσταση μιας ήττας προτού καν μπορέσουμε να εμπλακούμε σε πραγματική μάχη, αυτό που είναι ανάγκη να κατανοηθεί είναι το γεφύρωμα. Η δεκαετία του 1960 θα επαναλάμβανε αυτή 1930 με πολλούς τρόπους, χωρίς να τους κατανοούμε. Εξ ου, για παράδειγμα, το παράδοξο του Μαοϊσμού—μια μετριοπαθής εξέγερση κατά του σταλινισμού που ήταν και εξακολουθεί να είναι υπερ-σταλινική.
Στη συνέχεια, θα εγκαθιδρυόταν ο καταναγκασμός για επανάληψη και θα προέκυπτε μια ακόμη μεγαλύτερη εκκένωση πολιτικού νοήματος. Το κίνημα για την ειρήνη δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά αυτό απλά οφείλεται στο ότι ποτέ δεν είναι νικηφόρο, κι ούτε αισθάνεται την ανάγκη να αναστοχαστεί τις επιδιώξεις του. Πάντα θα υπάρχει πόλεμος. Θα μπορούσαμε να είμαστε πάντα «Ενωμένοι για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη», έτσι δεν είναι; Πάντα θα υπάρχει κάτι για να του «αντισταθούμε». Μόνο μία άπειρη, ατελείωτη «πάλη» –ή μια προσομοίωση πάλης, μοιάζει να έχει σημασία. Η πάλη έχει μεταβληθεί από μέσο σε σύμπτωμα. Πλέον, δεν μπορούμε καν να αντιπαρατάξουμε την μεταρρύθμιση και την επανάσταση: βαθμηδόν, η Αριστερά έπαψε να πιστεύει και στις δύο. Αμφότερες, εμπεριέχουν ερωτήματα που αφορούν στην εξουσία, και πώς μπορεί μια ανίσχυρη Αριστερά να αποτολμήσει να σκεφτεί την εξουσία; Αντ’ αυτού, συντηρούμαστε από έναν μύθο: τον μύθο της δεκαετίας του 1960.
Για πολλές δεκαετίες, φαινόταν πως η αναμονή για την επιστροφή της δεκαετίας του 1960 δεν θα τελείωνε ποτέ. Εν τούτοις, τον τελευταίο χρόνο το Zeitgeist [πνεύμα της εποχής] άρχισε επιτέλους να αλλάζει. Από την μια, η εκλογή του Ομπάμα, ενός έγχρωμου της μεταπολεμικής γενιάς της οικονομικής ανάπτυξης, ανησυχητικά συντηρητικού και ανησυχητικά δημοφιλούς στη «λευκή Αμερική» και, από την άλλη, μια πραγματική οικονομική καταστροφή που επαναφέρει όλες τις καλές στιγμές για την Zussamenbruchstheorie [«Θεωρία της Κρίσης»] που νομίζαμε ότι είχαμε απολέσει. Τελικά, ακόμα και η Αριστερά αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η δεκαετία του 1960 είναι νεκρή. Ωστόσο, τώρα περιμένουμε την δεκαετία του 1930. Οι πολιτικές της ταυτότητας είναι passé [παρωχημένες], μόνο που πλέον η «τάξη» (class) πήρε τον ρόλο της φυλετικής ταυτότητας.
Το πρόβλημα, ασφαλώς, είναι ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Για παράδειγμα, ίσως κάποιοι θυμούνται κατά την δεκαετία του 1970 την «στροφή στην εργατική τάξη» από υπολείμματα της Νέας Αριστεράς, τα οποία μόλις λίγα χρόνια πριν είχαν ξεγράψει την εργατική τάξη. Και για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, η δεκαετία του 1930 ήταν μια δεκαετία ήττας για την Αριστερά. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να επισκεφτούμε ξανά το 1933! Ο μύθος της δεκαετίας του 1930 είναι η άλλη όψη του μύθου της δεκαετίας του 1960. Ακριβώς επειδή η πραγματική, μα αργοπορημένη, δυνατότητα των επαναστατικών πολιτικών ηττήθηκε κατά την δεκαετία του 1930, αυτή πήρε τούτη την θολή και συγκεχυμένη μορφή κατά την δεκαετία του 1960. Και κύριος λόγος για την σχεδόν απόλυτη απαρχαίωση και ασυναρτησία της Αριστεράς σήμερα είναι η ανικανότητα των αριστερών, από την δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, να υπερβούν την ιδέα του ότι αυτή η δεκαετία αναπαριστά μια υψηλότερη, καλύτερη πολιτική μορφή—κατά την οποία η αποκαλούμενη «Νέα» Αριστερά ξεπέρασε την «Παλαιά Αριστερά». Ούτε η δεκαετία του 1960, αλλά ούτε και εκείνη του 1930 προσφέρουν μοντέλα για μια μελλοντική Αριστερά, εκτός εάν αναγνωριστούν ως το διττό τραύμα που η Αριστερά οφείλει να ξεπεράσει.
Αυτή είναι κοντολογίς και σε κάθε περίπτωση η θέση του Πλατύποδα για την οπισθοδρόμηση. Είναι αυτή μια ανέλπιδα πεσιμιστική οπτική; Ασφαλώς, δεν συμμερίζεται την επαναστατική αισιοδοξία του Τρότσκι. Η αισιοδοξία του κλασικού μαρξισμού δικαιώθηκε ιστορικά μία φορά, αλλά τώρα, αλίμονο, όχι. Υπό αυτήν την άποψη, ο Πλατύποδας βρίσκεται ασφαλώς πιο κοντά στον Μπένγιαμιν παρά στον Τρότσκι. Ωστόσο, εμείς στον Πλατύποδα πιστεύουμε πως η οπτική μας είναι ελπιδοφόρα πεσιμιστική. Συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι, διαμέσου της συνεπούς αναγνώρισης του ντεφαιτισμού της (ηττοπάθειας), η Αριστερά θα έχει ακόμη τον χρόνο να αναδομήσει τον εαυτό της και να δημιουργήσει ένα μέλλον για την ανθρώπινη ελευθερία. Απορρίπτουμε μία κατ’ επίφαση αισιοδοξία ακριβώς επειδή συνεχίζουμε να ελπίζουμε –μία στρεβλή αισιοδοξία είναι ο θανάσιμος εχθρός της αληθινής ελπίδας. Απαντώντας στο ερώτημα του Νίτσε «Gibt es einen Pessimismus der Staerke?» [«Υπάρχει ένας πεσιμισμός της δύναμης;»], εμείς απαντούμε: «Ναι»! | P