Σε μία από τις πρώτες παρεμβάσεις της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (στο εξής: ΣΔΚΓ)1, συμμετέχοντας στην περιβόητη θεωρητική “ρεβιζιονιστική διαμάχη”, στην οποία ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν έκανε τη διαβόητη δήλωση ότι “το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος τίποτα”, στο Συνέδριο της Στουτγκάρδης τον Οκτώβριο του 1898, η εικοσιεπτάχρονη Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919) διατύπωσε ξεκάθαρα τον μαρξισμό της: “Μονάχα ο τελικός στόχος αποτελεί το πνεύμα και το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής πάλης μας, μετατρέποντάς την σε ταξική πάλη”2.
Η κριτική του σοσιαλισμού
Τι σήμαινε ο ισχυρισμός ότι η σοσιαλιστική πολιτική ήταν αναγκαία για να υπάρχει “ταξική πάλη” εν γένει; Πρόκειται για τον πυρήνα του ίδιου του μαρξισμού της Λούξεμπουργκ και για τη διαρκέστερη συνεισφορά της στην ιστορία του μαρξισμού: για τη μαρξιστική της προσέγγιση στο πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό – μια διαλεκτική κατανόηση της τάξης και του κόμματος, στην οποία ο ίδιος ο μαρξισμός αντιμετωπιζόταν με έναν κριτικό και διαλεκτικό τρόπο. Όταν η Λούξεμπουργκ κατηγορούσε τον Μπέρνσταϊν ότι είναι “αντιδιαλεκτικός”, εννοούσε αυτό: ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό ήταν ο ίδιος αυτοαντιφατικός, ενώ το πολιτικό κόμμα ήταν το μέσο διαμέσου του οποίου εκφράσθηκε η αντίφαση αυτή. Υπήρχε μια διαλεκτική του μέσου και του σκοπού, ή του “κινήματος” και του “τελικού στόχου”, στην οποία συμμετείχε η διαλεκτική της θεωρίας και της πράξης: ο μαρξισμός απαιτούσε τη δική του κριτική. Για τη Λούξεμπουργκ η συζήτηση της ρεβιζιονιστικής διαμάχης ήταν μια ευκαιρία για την κριτική αυτή.
Με τη στάση της, η Λούξεμπουργκ ακολούθησε την καθοριστική διαλεκτική κριτική του νεαρού, στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, Καρλ Μαρξ (1818-83) στον σοσιαλισμό, από το περίφημο γράμμα στον Ρούγκε τον Σεπτέμβριο του 1943, όπου καλούσε σε μια “αμείλικτη κριτική του υπάρχοντος” μέχρι την κριτική στον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 και την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847), καθώς επίσης και στη Γερμανική Ιδεολογία και τις διάσημες Θέσεις για τον Φοϊερμπάχ (1845). Ο Μαρξ είχε γράψει για το σοσιαλιστικό κίνημα ότι,
Οι εσωτερικές δυσκολίες φαίνεται να είναι σχεδόν μεγαλύτερες από τα εξωτερικά εμπόδια. […]
[Π]ρέπει να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους δογματικούς να διευκρινίσουν τις προτάσεις τους στους εαυτούς τους. Έτσι, ο κομμουνισμός, συγκεκριμένα, είναι μια δογματική αφαίρεση· ωστόσο, με την έννοια αυτή δεν σκέφτομαι κάποιον φανταστικό ή πιθανό κομμουνισμό αλλά τον πραγματικά υπάρχοντα κομμουνισμό, όπως διδάχθηκε από τους Καμπέ, Ντεζαμί, Βάιτλινγκ κτλ. Ο κομμουνισμός αυτός είναι μόνο μια ιδιαίτερη έκφραση της ανθρωπιστικής αρχής, μια έκφραση που ακόμα μολύνεται από το αντίθετό της, το σύστημα της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ο κομμουνισμός δεν είναι με κανένα τρόπο ταυτόσημα, ενώ δεν είναι τυχαίο αλλά αναπόφευκτο ότι ο κομμουνισμός έχει δει άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες – όπως εκείνες του Φουριέ, του Προυντόν κτλ. – να προβάλουν για να τον αντιμετωπίσουν, επειδή ο ίδιος είναι μόνο μια ιδιαίτερη, μονόπλευρη πραγμάτωση της σοσιαλιστικής αρχής. […]
Ως εκ τούτου, τίποτα δεν μας εμποδίζει να καταστήσουμε την κριτική στην πολιτική, στη συμμετοχή στην πολιτική και συνεπώς στους πραγματικούς αγώνες, το σημείο εκκίνησης της κριτικής μας, και να ταυτίσουμε την κριτική μας με αυτούς. Σε αυτή την περίπτωση, δεν αντιμετωπίζουμε τον κόσμο δογματικά, προσκομίζοντας μια καινούργια αρχή: εδώ είναι η αλήθεια, γονατίστε μπροστά της! Αναπτύσσουμε μεν νέες αρχές για τον κόσμο, αλλά από τις ίδιες τις αρχές του κόσμου. Δεν λέμε στον κόσμο: σταματήστε τους αγώνες σας, είναι ανόητοι· εμείς θα σας δώσουμε το αληθινό σύνθημα της μάχης. Απλά δείχνουμε στον κόσμο για ποιο πράγμα αγωνίζεται πραγματικά, ενώ η συνείδηση είναι κάτι που [ο κόσμος] πρέπει να αποκτήσει, ακόμα και αν δεν το θέλει.
Η αναμόρφωση της συνείδησης συνίσταται μόνο στο να κάνεις στον κόσμο γνωστή την ίδια του τη συνείδηση, στο να τον ξυπνάς από το όνειρο για τον εαυτό του, στο να εξηγείς σε αυτόν τη σημασία των δικών του πράξεων”.
Αντίστοιχες διατυπώσεις επαναλήφθηκαν στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ λίγα χρόνια αργότερα:
Όμως, το γεγονός ότι η εγκόσμια βάση αποκολλάται από τον εαυτό της και εγκαθιδρύεται ως ένα ανεξάρτητο βασίλειο στα σύννεφα μπορεί να εξηγηθεί μονάχα μέσω των χασμάτων και των αυτοαντιφάσεων εντός αυτής της εγκόσμιας βάσης. Ως εκ τούτου, η τελευταία πρέπει καθ’ εαυτήν να κατανοηθεί στην αντίφασή της όσο και να επαναστατικοποιηθεί στην πράξη.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό σήμαινε ότι ο σοσιαλισμός ήταν η έκφραση της αντίφασης του καπιταλισμού και ως τέτοιος ήταν ο ίδιος δεμένος με την αντίφαση αυτή. Μια προσήκουσα διαλεκτική σχέση του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό απαιτούσε μια αναγνώριση της διαλεκτικής εντός του ίδιου του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ ακολούθησε τον Χέγκελ, θεωρώντας ότι η αντίφαση συνιστά μια αποκάλυψη της ανάγκης για αλλαγή. Το “προλεταριάτο” – η εργατική τάξη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση – βρισκόταν σε αντίφαση με την αστική κοινωνία, όχι όμως εξωτερικά αλλά εσωτερικά. Ως τέτοια, η αντίφαση του καπιταλισμού επικεντρωνόταν στο ίδιο το προλεταριάτο. Αυτό συμβαίνει διότι για τον Μαρξ ο “καπιταλισμός” δεν είναι τίποτα καθ’ εαυτόν αλλά μονάχα η κρίση της αστικής κοινωνίας στη βιομηχανική παραγωγή· συνεπώς, η μοναδική σημασία του καπιταλισμού είναι η έκφραση της ανάγκης για σοσιαλισμό. Η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου – μια εργατική τάξη από την οποία έχουν απαλλοτριωθεί τα αστικά δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της εργασίας ως εμπορεύματος – απαιτούσε τον σοσιαλισμό.
Το λασαλικό κόμμα
Ήταν όμως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των εργατών από την ίδρυσή του μια δύναμη για την αντεπανάσταση – για τη διατήρηση του καπιταλισμού – παρά για τον επαναστατικό μετασχηματισμό και την επίτευξη του σοσιαλισμού; Ο Φερντινάντ Λασάλ είχε διατυπώσει τον σκοπό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ως τη “διαρκή πολιτική εκστρατεία της εργατικής τάξης”, αναδεικνύοντας έτσι μια δυνητική αντίφαση μεταξύ του λασαλισμού και του μαρξισμού του ίδιου του κόμματος. Οι μαρξιστές δεν είχαν εφεύρει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των εργατών, αλλά αντίθετα εισήλθαν στις τάξεις του ως ενός αναδυόμενου φαινομένου του ύστερου 19ου αιώνα. Το εργατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη Γερμανία, το κατοπινό ΣΔΚΓ, είχε αποκτήσει, διαμέσου της συγχώνευσης στη Γκότα το 1875, μαρξιστική ή “επαναστατική” ηγεσία. Όμως, αυτή η εξέλιξη είχε προκαλέσει τη διάσημη Κριτική του Προγράμματος της Γκότα του Μαρξ, για την οποία οι ίδιοι οι οπαδοί του, Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και Άουγκουστ Μπέμπελ, μπορούσαν μόνο να σηκώσουν τους ώμους απέναντι στη δυσκολία να ικανοποιήσουν τους “γέρους στο Λονδίνο” (δηλαδή τους Μαρξ και Ένγκελς). Η μετεξέλιξη του ΣΔΚΓ στη συνειδητή του κατεύθυνση πέρα από τον απλό λασαλισμό αρθρώθηκε με μεγαλύτερη καθαρότητα στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης του 1891. Παρ’ όλα αυτά, το φάντασμα του Λασάλ φαινόταν να στοιχειώνει τις ακόλουθες εξελίξεις, ενώ, σύμφωνα με την κριτική του Ένγκελς, ήταν παρόν στο ίδιο το “μαρξιστικό” Πρόγραμμα της Ερφούρτης. (Πράγματι, ένα από πρώτα επιτεύγματα της Ρόζα Λούξεμπουργκ κατά τη συμμετοχή της στη ζωή του ΣΔΚΓ ήταν να ξεθάψει και να ανακαλύψει τη σημασία της κριτικής του Ένγκελς στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης των Μπέμπελ, Κάουτσκι και Μπέρνσταϊν.)
Ακολουθώντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική στο ΣΔΚΓ, αντιλαμβανόμενη το κόμμα ως την αποκάλυψη της αντίφασης, της οποίας η αναγνώριση αποτελούσε το μέσο για την προαγωγή πέρα από τον εαυτό του. Ο Λασάλ είχε κάνει το λάθος να αντιπαραθέσει και να υποβιβάσει την οικονομική απέναντι στην πολιτική δράση των εργατών, απορρίπτοντας τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία αποκαλούσε απλά “μάταιες προσπάθειες των πραγμάτων να συμπεριφερθεί *σαν ανθρώπινα όντα*”.3 Έτσι, ο Λασάλ είχε οντολογικοποιήσει τον πολιτικό αγώνα. Για τον Λασάλ, η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τους εργάτες θα ισοδυναμούσε με την επίτευξη του σοσιαλισμού, ενώ για τον Μαρξ αυτή θα ήταν απλά μια μεταβατική επαναστατική “δικτατορία του προλεταριάτου” που θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με τον Ένγκελς θα ήταν η μετάβαση από την “κυβέρνηση των ανθρώπων” στη “διαχείριση των πραγμάτων” – μια εξόχως διαλεκτική διατύπωση, δεδομένου ότι οι άνθρωποι είναι υποκείμενα και αντικείμενα της κοινωνίας.
Η λασαλική πολιτική οντολογία του σοσιαλισμού ήταν συμπληρωματική στις μονόπλευρες “αγοραίες μαρξιστικές” παρανοήσεις των ρεβιζιονιστών που, πράγματι, προέκριναν και οντολογικοποιούσαν το οικονομικό εις βάρος του πολιτικού, ανάγοντας το κοινωνικό στο οικονομικό και συσχετίζοντας το κοινωνικό και το πολιτικό “μηχανικά” και “αντιδιαλεκτικά” – παραγκωνίζοντας την αντίφασή τους ενόψει ενός “οικονομικού ντετερμινισμού” που υποβίβαζε την πολιτική. Ενώ ο Λασάλ υπέτασσε την οικονομία στην πολιτική σε έναν “κρατικό σοσιαλισμό”, ο Μαρξ θεωρούσε, αντίθετα, την υποταγή αυτή ως κρατικό καπιταλισμό. Πράγματι, παρά ή, πολύ περισσότερο, χάρη στην αντινομία αυτή, οι λασαλικοί και οι οικονομίζοντες ρεφορμιστές συνέκλιναν πραγματικά στις πολιτικές τους προοπτικές – πυροδοτώντας αργότερα τον καπιταλισμό του κράτους πρόνοιας στον 20ό αιώνα διαμέσου της διακυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Αντί να διαλέξει στρατόπεδο, η Λούξεμπουργκ, ως μαρξίστρια, προσέγγισε το πρόβλημα αυτό ως μια πραγματική αντίφαση: μια αντινομία και διαλεκτική του ίδιου του καπιταλισμού που αποκαλυπτόταν στην ίδια την εργατική δυσαρέσκεια και τους αγώνες εντός του, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Για παράδειγμα, η Λούξεμπουργκ ακολούθησε τον Μαρξ αναγνωρίζοντας ότι ο λασαλικός στόχος της κατάκτησης ενός “ελεύθερου κράτους” εκ μέρους των εργατών στην πολιτική επανάσταση ήταν μια αυτοαντίφαση: μια ανελεύθερη κοινωνία οδηγούσε σε ένα ανελεύθερο κράτος· ήταν μάλιστα η κοινωνία που χρειαζόταν να χειραφετηθεί από τον καπιταλισμό. Όμως επρόκειτο για μια αντίφαση που θα μπορούσε να τεθεί μόνον από την εργατική επαναστατική πολιτική δράση και την κατάληψη της κρατικής εξουσίας – υπό την προϋπόθεση της “απονέκρωσής” της κατά τον μετασχηματισμό της κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό. Υπό αυτή την έννοια, το λασαλικό κόμμα δεν ήταν ένα λάθος αλλά μάλλον ένα αναγκαίο στάδιο που αποκαλύφθηκε κατά την ιστορία του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό χρειαζόταν να αναγνωρισθεί δεόντως – διαλεκτικά – προκειμένου να αποφευχθούν οι μονόπλευρες παγίδες του στην αντίθεση του ρεβιζιονιστικού ρεφορμιστικού οικονομικού εξελικτισμού ενάντια στον λασαλικό πολιτικό επαναστατισμό. Ο Κάουτσκι ακολούθησε τον Μαρξ, αποδεχόμενος κριτικά τον λασαλισμό αναφορικά προς τη δικτατορία του προλεταριάτου ως την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από το εργατικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Συνεπώς, η Λούξεμπουργκ εξέφρασε την ειλικρινή “ευγνωμοσύνη” της που οι ρεβιζιονιστές έδωσαν την ευκαιρία για αυτή την κριτική αυτοαναγνώριση, θέτοντας το ερώτημα και το πρόβλημα του “κινήματος” και του “τελικού στόχου”.
Η αντινομία του ρεφορμισμού
Η Λούξεμπουργκ έκανε την εντυπωσιακή της είσοδο στην πολιτική σκηνή της εποχής της με τη μπροσούρα Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; (1900). Σε αυτήν, η Λούξεμπουργκ εξέθετε πώς η πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού – μεταξύ των χαοτικών κοινωνικών σχέσεών του και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής του – είχε εξελιχθεί, οξυνθεί και βαθύνει από την ανάπτυξη μιας καινούργιας αντίφασης, δηλαδή της γιγάντωσης του εργατικού κινήματος τόσο σε πολιτική οργάνωση όσο και σε συνείδηση. Το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό ήταν μια αυτοαντιφατική έκφραση της αντίφασης του καπιταλισμού. Αυτή η θέση ερχόταν σε σύγκρουση με την άποψη του Μπέρνσταϊν ότι η γιγάντωση και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος ήταν η υπέρβαση της αντίφασης του καπιταλισμού και η βαθμιαία “εξέλιξη” του σοσιαλισμού. Για τον Μπέρνσταϊν, το κίνημα για τον σοσιαλισμό ήταν το ίδιο η επίτευξη του σοσιαλισμού, ενώ ο τελικός στόχος του σοσιαλισμού ήταν μια αναλώσιμη επινόηση, μια χρήσιμη κινητήρια φαντασιοκοπία.
Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, ωστόσο, η αντίφαση των βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις αστικές κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό ανακεφαλαιωνόταν στην αντίφαση μεταξύ των μέσων και των σκοπών του εργατικού κινήματος για τον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός δεν οικοδομούνταν εντός του καπιταλισμού· μονάχα η αντίφαση του κεφαλαίου βάθαινε διαμέσου του αγώνα των εργατών ενάντια στην εκμετάλλευση. Με ποια έννοια; Το αίτημα των εργατών για το δικό τους μερίδιο από την αξία της παραγωγής ήταν ένα αστικό αίτημα: το αίτημα για την αξία της εργασίας τους ως εμπορεύματος. Ωστόσο, το όφελος από τις μισθολογικές αυξήσεις, την αναγνώριση των δικαιωμάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης, τη νομική προστασία των εργατών στα καπιταλιστικά συμβόλαια εργασίας και την αποδοχή της ευθύνης του κράτους για τις συνθήκες της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης εξίσου της αποδοχής του δικαιώματος στην πολιτική ένωση και τη δημοκρατική πολιτική συμμετοχή στο κράτος, δεν ήταν το ξεπέρασμα του προβλήματος του καπιταλισμού – δηλαδή το ξεπέρασμα της μεγάλης απόκλισης και κοινωνικής αντίφασης μεταξύ της αξίας του κεφαλαίου και των μισθών στην βιομηχανική παραγωγή – αλλά πολύ περισσότερο η όξυνση και το βάθεμά του διαμέσου της εξάπλωσής του στην κοινωνία συνολικά. Ό,τι λάμβαναν οι εργάτες από τις μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού δεν ήταν η αξία της εργατικής τους δύναμης ως εμπορεύματος, η οποία είχε σχετικά ελαχιστοποιηθεί από τις εξελίξεις της καπιταλιστικής τεχνικής, αλλά, μάλλον, ένα μερίδιο των κερδών του κεφαλαίου, είτε άμεσα διαμέσου της συλλογικής διαπραγμάτευσης με τους εργοδότες είτε έμμεσα διαμέσου της κρατικής διανομής των κοινωνικών προνοιακών επιδομάτων από τη φορολογία του κεφαλαίου. Αυτό που ο Μπέρνσταϊν περιέγραφε αισιόδοξα ως την κοινωνικοποίηση της παραγωγής διαμέσου τέτοιων μεταρρυθμίσεων ήταν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, η “κοινωνικοποίηση” της κρίσης της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το εργατικό κόμμα για τον σοσιαλισμό, διαμέσου της γιγάντωσης και της ανάπτυξής του σε μαζική κλίμακα, αναλάμβανε έτσι ολοένα και περισσότερη πολιτική ευθύνη για τον καπιταλισμό. Συνεπώς, μια καινούργια αντίφαση αναπτύχθηκε που επικεντρώθηκε στο ίδιο το σοσιαλιστικό πολιτικό κόμμα. Ήταν άραγε ο σκοπός του να διαχειρισθεί τον καπιταλισμό ή, αντίθετα, όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στην ομιλία της στη Στουτγκάρδη το 1898, να “παίξει τον ρόλο του συνδίκου που θα εκκαθαρίσει τη χρεοκοπημένη εταιρία”; Στο Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, η Λούξεμπουργκ έθεσε συνοπτικά το πολιτικό καθήκον του σοσιαλιστικού κόμματος με τον ακόλουθο τρόπο:
Συνεπώς, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι το προλεταριάτο μπορεί να δημιουργήσει την οικονομική εξουσία εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μπορεί μονάχα να δημιουργήσει την πολιτική εξουσία και μετά να αναιρέσει [aufheben] την καπιταλιστική ιδιοκτησία”.
Το προλεταριακό σοσιαλιστικό κόμμα ήταν το μέσο για τη δημιουργία αυτής της πολιτικής εξουσίας. Η εξέλιξη αυτή ήταν διαφορετική από την ανάπτυξη των αστικών κοινωνικών σχέσεων στον φεουδαρχισμό που οδήγησε στην επανάσταση:
Τι σημαίνει ότι οι προηγούμενες τάξεις, ιδιαίτερα η Τρίτη Τάξη, κατάκτησαν την οικονομική πριν την πολιτική εξουσία; Τίποτα παραπάνω από το ιστορικό γεγονός ότι όλοι οι προηγούμενοι ταξικοί αγώνες έπρεπε να πηγάζουν από το οικονομικό γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη έχει συγχρόνως δημιουργήσει μια καινούργια μορφή ιδιοκτησίας πάνω στην οποία θα στηρίξει την ταξική κυριαρχία της.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, “η διαβεβαίωση ότι το προλεταριάτο, σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους ταξικούς αγώνες, διεξάγει τις μάχες του, όχι για να εγκαθιδρύσει ταξική κυριαρχία, αλλά για να καταργήσει κάθε ταξική κυριαρχία, δεν είναι μια απλή φράση”. Αυτό ισχύει διότι το προλεταριάτο δεν αναπτύσσει κάποια καινούργια μορφή “ιδιοκτησίας” εντός του καπιταλισμού, αλλά, αντίθετα, αγωνίζεται, κοινωνικά και πολιτικά, στη βάση της “αστικής ιδιοκτησίας” – δηλαδή στη βάση των αστικών κοινωνικών σχέσεων της εργασίας, ή της εργασίας ως εμπορεύματος. Ό,τι επιτυγχάνει ο αγώνας της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού είναι η συνείδηση της ανάγκης να ξεπερασθεί η εργασία ως εμπόρευμα, ή να μετασχηματισθεί το κεφάλαιο από αστική ιδιοκτησία σε κοινωνική ιδιοκτησία που δεν είναι πλέον μεσολαβημένη από την ανταλλαγή της εργασίας. Για τον Μαρξ, εδώ ακριβώς βρίσκεται η σημασία της θέσης ότι το προλεταριάτο δεν αγωνίζεται για να “πραγματοποιήσει” αλλά για να καταργήσει τον εαυτό του, ή, πως το προλεταριάτο μετατρέπεται από μια τάξη που είναι “καθ’ εαυτή” σε μια τάξη που γίνεται “προς εαυτήν” (Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, 1847) στον αγώνα του για τον σοσιαλισμό.
Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, το επίτευγμα των μεταρρυθμίσεων εντός του καπιταλισμού δεν πετυχαίνει τίποτα άλλο παρά τη μεγαλύτερη πρακτική και θεωρητική επίγνωση, ή “συνείδηση”, της ανάγκης να καταργηθεί η εργασία ως εμπόρευμα, αφού η τελευταία έχει ξεπερασθεί από τη βιομηχανική παραγωγή. Οι περαιτέρω οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις μονάχα αυξάνουν δραματικά την αναντιστοιχία και αντίφαση μεταξύ της οικονομικής αξίας της εργασίας ως εμπορεύματος και της κοινωνικής αξίας του κεφαλαίου που η κοινωνία ως όλον πρέπει να ιδιοποιηθεί.
Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα για τον σοσιαλισμό και η θεσμοποίησή του ως πολιτικού κόμματος χρειάζονται για να καταστεί συνειδητό “υποκειμενικό” φαινόμενο της πολιτικής το κατά τα άλλα χαοτικό ασύνειδο “αντικειμενικό” φαινόμενο της οικονομικής αντίφασης (και κρίσης) μεταξύ της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου. Όπως έγραψε αργότερα η Λούξεμπουργκ στο Η Κρίση της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας (επίσης γνωστό ως η “Μπροσούρα του Γιούνιους”, 1915):
Ο σοσιαλισμός είναι το πρώτο λαϊκό κίνημα στην παγκόσμια ιστορία που έχει θέσει στον εαυτό του τον στόχο να φέρει την ανθρώπινη συνείδηση, και ως εκ τούτου την ελεύθερη βούληση, στο προσκήνιο της κοινωνικής δραστηριότητας της ανθρωπότητας. Για αυτό τον λόγο, ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτήρισε την τελική νίκη του σοσιαλιστικού προλεταριάτου άλμα της ανθρωπότητας από τον ζωικό κόσμο στο βασίλειο της ελευθερίας. Το ‘άλμα’ αυτό είναι επίσης ένας σιδερένιος νόμος της ιστορίας, δεμένος με τους χιλιάδες σπόρους της προηγούμενης βασανιστικής και αργόσυρτης εξέλιξης. Όμως το άλμα δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί μέχρι η ανάπτυξη πολύπλοκων υλικών συνθηκών να δημιουργήσει την πυροδοτούσα σπίθα της συνειδητής βούλησης των μεγάλων μαζών. Η νίκη του σοσιαλισμού δεν θα πέσει από τον ουρανό. Μπορεί μονάχα να κερδηθεί μέσω μιας μακράς αλυσίδας βίαιων δοκιμών δύναμης μεταξύ των παλιών και των καινούργιων δυνάμεων. Το διεθνές προλεταριάτο υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών θα μάθει έτσι να προσπαθεί να πάρει την ιστορία του στα δικά του χέρια· αντί να παραμένει μια άβουλη μπάλα, θα πάρει το πηδάλιο της κοινωνικής ζωής και θα γίνει ο κυβερνήτης προς τον τελικό στόχο της δικής του ιστορίας.
Γιατί “βίαιες δοκιμές δύναμης”; Επρόκειτο για απλό “επαναστατικό” πάθος, όπως διαβεβαίωνε ο Μπέρνσταϊν; Όχι. Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, στον αγώνα γύρω από την “εργάσιμη μέρα”, ή γύρω από τις κοινωνικές και νομικές συμβάσεις για τη διαμόρφωση του εργάσιμου χρόνου, οι εργάτες και οι καπιταλιστές αντιπαρατέθηκαν, αμφότεροι με το “αστικό δίκαιο” στο πλευρό τους. Όμως, “όπου δίκαιο συναντά δίκαιο, η ισχύς θα αποφασίσει”. Τέτοιοι διαγωνισμοί ισχύος δεν αποφάσισαν για το ζήτημα του δικαίου στον καπιταλισμό αλλά μονάχα το διοχέτευσαν σε μια πολιτική κατεύθυνση. Τόσο το κεφάλαιο όσο και η μισθωτή εργασία διατήρησαν τα κοινωνικά τους δικαιώματα, αλλά η πολιτική αρένα στην οποία κρίνονταν οι ισχυρισμοί τους μετατοπίσθηκε από την αστική κοινωνία στο κράτος, προκαλώντας μια κρίση – την ανάγκη για “επανάσταση”.
1848: κράτος και επανάσταση
Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, το σύγχρονο κράτος ήταν καθ’ εαυτό απλώς ένα “προϊόν της τελευταίας επανάστασης”, δηλαδή η πολιτική θεσμοποίηση της κατάστασης του ταξικού αγώνα μέχρι εκείνο το σημείο. Η “τελευταία επανάσταση” ήταν αυτή του 1848, στην οποία το “κοινωνικό ζήτημα” τέθηκε ως μια κρίση του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού καθεστώτος. Ως τέτοιο, το κράτος παρέμεινε τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο της επαναστατικής πολιτικής. Ο Μαρξ είχε συγκρουστεί με τους αναρχικούς στην Πρώτη Διεθνή πάνω στο ζήτημα της ανάγκης για “πολιτική” καθώς και “κοινωνική δράση” στον αγώνα της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, οι ρεβιζιονιστές, όπως ο Μπέρνσταϊν, είχαν επιστρέψει στον προμαρξικό σοσιαλισμό του αναρχισμού, εγκαταλείποντας τον αγώνα για πολιτική εξουσία υπέρ της αμιγούς κοινωνικής δράσης. Σε σχέση με αυτό, η Λούξεμπουργκ κατηγόρησε τον Μπέρνσταϊν ότι είχε οπισθοχωρήσει (όπως οι αναρχικοί) στον απλό “φιλελευθερισμό”. Αυτό που ο Μπέρνσταϊν – όπως οι αναρχικοί – αρνούνταν ήταν η ανακάλυψη του Μαρξ στην εμπειρία των επαναστάσεων του 1848, δηλαδή η αναγκαιότητα της “δικτατορίας του προλεταριάτου” και συνεπώς ο αναγκαίος πολιτικός διαχωρισμός της εργατικής “κοινωνικής δημοκρατίας” από την απλή “δημοκρατία” της αστικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του αναγκαίου διαχωρισμού από τους “μικροαστούς δημοκράτες” που δέχθηκαν τη δριμύτερη περιφρόνηση από τον Μαρξ.
Ενόσω οι φιλελεύθεροι αρνούνταν την ανάγκη για μια τέτοια “κοινωνική δημοκρατία” και θεωρούσαν ότι η πολιτική δημοκρατία επαρκεί, οι αναρχικοί απέκοπταν το κοινωνικό από το πολιτικό, αντιμετωπίζοντας το τελευταίο ως ένα φετιχοποιημένο βασίλειο συμπαιγνίας με το αστικό κράτος και συνεπώς με τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί – με πρώτο τον Προυντόν – είχαν αποφύγει το ζήτημα της πολιτικής επανάστασης και την ανάγκη για κατάληψη της κρατικής εξουσίας· αντίθετα, οι μαρξιστές είχαν αναγνωρίσει ότι η κρίση του καπιταλισμού οδηγούσε αναπόφευκτα στην πολιτική κρίση και τον αγώνα για το κράτος: αν η εργατική τάξη αποτύγχανε σε αυτό τον αγώνα, άλλοι θα έπαιρναν τη θέση της. Για τον Μαρξ, η ανάγκη της εργατικής πολιτικής επανάστασης για την επίτευξη του σοσιαλισμού εκφράσθηκε από το φαινόμενο της εκλογής του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1848 και το coup d’état το 1851, γεγονότα που εξέφρασαν την ανικανότητα της “αστικής τάξης να κυβερνήσει” πλέον διαμέσου της αστικής κοινωνίας, ενώ το προλεταριάτο ήταν ακόμα πολιτικά υπανάπτυκτο και έτσι “ανέτοιμο να κυβερνήσει” το κράτος. Όμως, για τον Μαρξ, η αναγκαιότητα της “δικτατορίας του προλεταριάτου” σήμαινε ότι οι “εργάτες πρέπει να κυβερνήσουν” πολιτικά προκειμένου ο καπιταλισμός να ξεπερασθεί οικονομικά και κοινωνικά.
Ο Μαρξ χαρακτήρισε την πολιτική του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ως “μικροαστική” και “λούμπεν προλεταριακή” συγχρόνως, βρίσκοντας υποστήριξη μεταξύ πλατιών μαζών από τους δυσαρεστημένους του καπιταλισμού. Αλλά, σύμφωνα με τον Μαρξ, η δυσαρέσκειά τους θα μπορούσε μόνο να αναπαραγάγει τον καπιταλισμό, αφού στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να ενταχθούν στην εργατική τάξη ή να παραμείνουν εξαρτημένοι από την πραγματοποίηση της αξίας της εργασίας της ως εμπορεύματος. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατή η απόσυρση από την κρίση της αστικής πολιτικής και το δημοκρατικό κράτος, όπως πρότειναν ελευθεριακοί και αναρχικοί, αλλά ανάγκη για ανάπτυξη πολιτικής εξουσίας προκειμένου να ξεπερασθεί ο καπιταλισμός. Για να καταργηθεί το καπιταλιστικό σύστημα της μισθωτής εργασίας με τις βαρύνουσες συνέπειές του σε ολόκληρη την κοινωνία απαιτούνταν η πολιτική δράση των μισθωτών εργατών. Ότι οι “εργάτες πρέπει να κυβερνήσουν” σήμαινε ότι έπρεπε να προσφέρουν πολιτική ηγεσία στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες μάζες. Αν η οργανωμένη εργατική τάξη δεν τα κατάφερνε, άλλοι θα πρόσφεραν αυτή την ηγεσία, όπως είχε πράξει ο Βοναπάρτης το 1848 και το 1851. Τα μέσα για αυτόν τον σκοπό ήταν το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στην ομιλία της στη Στουτγκάρδη το 1898:
[Μ]ε τον τελικό στόχο δεν πρέπει να εννοούμε […] αυτή ή εκείνη την εικόνα του μελλοντικού κράτους, αλλά το προαπαιτούμενο για κάθε μελλοντική κοινωνία, δηλαδή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. […] Αυτή η σύλληψη του καθήκοντός μας συνδέεται στενά με τη σύλληψη που έχουμε για την καπιταλιστική κοινωνία· πρόκειται για το στέρεο έδαφος που στηρίζει τη θέση μας ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι μπλεγμένη σε άλυτες αντιφάσεις που σε τελευταία ανάλυση θα προκαλέσουν μια έκρηξη, μια κατάρρευση, και τη στιγμή εκείνη θα παίξουμε τον ρόλο του τραπεζικού-δικηγόρου που ρευστοποιεί μια χρεοκοπημένη εταιρία.
Το σοσιαλιστικό πολιτικό κόμμα ήταν για τη Λούξεμπουργκ το μέσο για αυτή την αναγκαία κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Όμως, το κόμμα δεν ήταν καθ’ εαυτό η λύση, αλλά μάλλον η αναγκαία εκδήλωση και συγκεκριμενοποίηση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας στον καπιταλισμό και, πράγματι, του προβλήματος της “κοινωνίας” ως τέτοιας.
Το μάθημα του 1905: Το πολιτικό κόμμα και τα εργατικά συνδικάτα
Με την ευκαιρία της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, η Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική στη σχέση των εργατικών συνδικάτων με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΣΔΚΓ) στη μπροσούρα της Μαζική Απεργία, Πολιτικό Κόμμα και Εργατικά Συνδικάτα (1906). Επρόκειτο για μια συνέχιση της κριτικής από την πλευρά της Λούξεμπουργκ στη ρεφορμιστική ρεβιζιονιστική θέση για τη σχέση των οικονομικών και των πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό, η οποία είχε βρει τη μεγαλύτερη υποστήριξη στην ηγεσία του εργατικού συνδικαλισμού. Στην προσπάθεια να μεταφέρει τη ρωσική εμπειρία στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ αντέστρεψε τη συχνά υποτιθέμενη ιεράρχηση της γερμανικής εμπειρίας ως ανώτερης σε σχέση με τη ρωσική “οπισθοδρομικότητας”· αντέστρεψε επίσης την εξελικτική σειρά των οικονομικών και των πολιτικών αγώνων, τη λανθασμένη υπόθεση ότι το οικονομικό πρέπει να προηγείται του πολιτικού. Η “μαζική” ή πολιτική απεργία είχε συνδεθεί με έναν κοινωνικό και πολιτικοϊστορικό πρωτογονισμό, με τους προβιομηχανικούς αγώνες και τον προμαρξικό σοσιαλισμό, ειδικά με τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό (ιδιαίτερα στις λατινογενείς χώρες), που είχαν δώσει προτεραιότητα στην οικονομική και κοινωνική δράση σε σχέση με την πολιτική δράση. Η Λούξεμπουργκ προσπάθησε να συλλάβει την αλλαγμένη ιστορική σημασία της πολιτικής απεργίας που είχε γίνει, πολύ περισσότερο, ένα σύμπτωμα του αναπτυγμένου, βιομηχανικού καπιταλισμού. Στη Ρωσική Επανάσταση του 1905, οι εργάτες είχαν αναλάβει πολιτική δράση πριν την οικονομική δράση, ενώ τα εργατικά συνδικάτα είχαν προέλθει από αυτή την πολιτική δράση, παρά το αντίστροφο.
Η δυτική Ρωσική Αυτοκρατορία εκβιομηχανίσθηκε ταχύτατα και παρουσίαζε μεγάλη κοινωνική αναταραχή στις δεκαετίες του 1890 και του 1900. Διέθετε την πιο εκσυγχρονισμένη τεχνική και οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής: την περίοδο εκείνη τα πιο σύγχρονα και μεγάλα εργοστάσια στον κόσμο βρίσκονταν στη Ρωσία. Η Λούξεμπουργκ δραστηριοποιούνταν στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ) στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας, διαμέσου της δικής της οργάνωσης, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (ΣΔΚΠΛ). Η Ρωσική Επανάσταση του 1905 είχε επισπευσθεί, ωστόσο, από μια πολιτική και όχι μια οικονομική κρίση: τον κλονισμό του τσαρικού κράτους από την ήττα στον πόλεμο με την Ιαπωνία το 1904-05. Δεν επρόκειτο, ωστόσο, για μια απλώς φιλελεύθερη-δημοκρατική δυσαρέσκεια απέναντι στην αυθαίρετη διακυβέρνηση του ρωσικού απολυταρχισμού. Για τη Λούξεμπουργκ, ο Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος ήταν καθ’ εαυτόν ένα σύμπτωμα του καπιταλισμού, το ίδιο και η συνακόλουθη κρίση του τσαρισμού στη Ρωσία που πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ, η πολιτική απεργία ήταν μια εξέγερση της “αστικής Ρωσίας”, δηλαδή των σύγχρονων βιομηχανικών καπιταλιστών και εργατών, ενάντια στον τσαρισμό. Αυτό που είχε ξεκινήσει στη συνδυασμένη δράση των καπιταλιστών και των εργατών που χτυπούσαν οικονομικά το τσαρικό κράτος για φιλελεύθερους-δημοκρατικούς πολιτικούς λόγους, εκτυλίχθηκε σε ταξικό αγώνα των εργατών ενάντια στους καπιταλιστές. Αυτό οφειλόταν στις αναγκαιότητες της αναδιοργάνωσης των κοινωνικών παροχών κατά τη διάρκεια της απεργίας, στην οποία μαζικές απεργιακές επιτροπές είχαν αναλάβει τις λειτουργίες των συνηθισμένων διαδικασιών του καπιταλισμού και, πράγματι, του ίδιου του τσαρικού κράτους. Αυτή η εξέλιξη είχε καταστήσει αναγκαίο τον σχηματισμό οργανώσεων για τη συλλογική δράση των εργατών. Η Λούξεμπουργκ έδειξε πώς η οικονομική οργάνωση των εργατών είχε αναπτυχθεί από την πολιτική δράση ενάντια στον τσαρισμό, ενώ συγχρόνως έδειξε ότι η βάση για αυτήν ήταν οι αναγκαιότητες της αναπτυγμένης βιομηχανικής παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργατική ενεργητικότητα είχε αναπτυχθεί, πέρα από τις φιλελεύθερες-δημοκρατικές ή “αστικές” διαμαρτυρίες και αιτήματα, στα καθήκοντα του “προλεταριακού σοσιαλισμού”. Η πολιτική αναγκαιότητα είχε οδηγήσει σε οικονομική αναγκαιότητα (παρά το αντίστροφο: η οικονομική αναγκαιότητα να οδηγεί σε πολιτική αναγκαιότητα).
Έτσι, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, η συνηθισμένη παραδοχή στη Γερμανία ότι το πολιτικό κόμμα, το ΣΔΚΓ, “βασιζόταν” στα εργατικά συνδικάτα, είχε φανεί από τις εξελίξεις ότι αποτελούσε σοβαρό λάθος. Οι οικονομικές και κοινωνικο-συνεργατικές δράσεις των εργατικών συνδικάτων “βασίζονταν”, για τη Λούξεμπουργκ, στο πολιτικό καθήκον του σοσιαλισμού και το πολιτικό κόμμα του. Συνεπώς είχε προτεραιότητα η πολιτική δράση του σοσιαλιστικού κόμματος ως της πραγματικής βάσης ή υπόστασης της οικονομικής και άλλης κοινωνικής δράσης της εργατικής τάξης. Ο πολιτικός τελικός στόχος της δικτατορίας του προλεταριάτου διαμέσου της σοσιαλιστικής επανάστασης έδινε πραγματική υπόσταση στους εργατικούς οικονομικούς αγώνες, οι οποίοι, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, ήταν απλώς το αναγκαίο προπαρασκευαστικό “σχολείο της επανάστασης”.
Η Λούξεμπουργκ είχε γράψει τη μπροσούρα της ενώ παραθέριζε με τον Λένιν και άλλους Μπολσεβίκους σε ένα καταφύγιο στη Φινλανδία. Η μπροσούρα διαμορφώθηκε μέσα από τις καθημερινές συζητήσεις της με τον Λένιν για κάμποσες εβδομάδες. Ο Λένιν είχε γράψει προηγουμένως, στο Τι να κάνουμε; (1902) (το οποίο είχε ανατεθεί και συμφωνηθεί από όλη τη μαρξιστική φράξια του ΡΣΔΕΚ, η οποία αργότερα διασπάσθηκε στους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους), ότι ο οικονομισμός και ο εργατισμός στη Ρωσία είχαν βρει υποστήριξη στον μπερνσταϊνικό ρεβιζιονισμό στο ΣΔΚΓ και την ευρύτερη Δεύτερη Διεθνή, προσπαθώντας να υποτάξει τον πολιτικό στον οικονομικό αγώνα και έτσι να τους αποκόψει. Με αυτό τον τρόπο είχαν ταυτίσει, όπως οι ρεβιζιονιστές, την καπιταλιστική ανάπτυξη με τον σοσιαλισμό, αντί να αναγνωρίσουν ορθά την αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ τους. Όπως και η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν είχε θεωρήσει τον εργατισμό και τον οικονομισμό ως “ρεφορμιστικούς”, με την έννοια ότι απέκοπταν τους εργατικούς αγώνες για μεταρρυθμίσεις από τον τελικό στόχο του σοσιαλισμού που χρειαζόταν για να τροφοδοτεί τους αγώνες αυτούς. Η Λούξεμπουργκ, όπως και ο Λένιν, αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο “λικβινταρισμό” ή τη διάλυση του τελικού στόχου στο κίνημα, εξαλείφοντας την ανάγκη για το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό. Στο Τι να κάνουμε; ο Λένιν είχε υποστηρίξει τον σχηματισμό ενός πολιτικού κόμματος για τον αγώνα των εργατών για τον σοσιαλισμό στη Ρωσία. Θεώρησε εχθρούς αυτούς που, όπως οι ρεβιζιονιστές στη Γερμανία, είχαν υποβιβάσει την αναγκαιότητα του πολιτικού κόμματος, υποβιβάζοντας έτσι την πολιτική του αγώνα για τον σοσιαλισμό, περιορίζοντάς τον στην οικονομική δράση.4 Το πολιτικό κόμμα είχε έτσι ξαναβρεί τον δρόμο του στη Ρωσική Επανάσταση του 1905, δείχνοντας τον αναγκαίο ρόλο του για την εργατική πολιτική, κοινωνική και οικονομική δράση, επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα επιχειρήματα του Λένιν και της Λούξεμπουργκ ενάντια στον οικονομισμό.
Η Λούξεμπουργκ θεώρησε τα μαθήματα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 μια δοκιμασία και συνεπώς μια “κρίση” – ένα δυνητικά κρίσιμο σημείο καμπής – του ΣΔΚΓ στη Γερμανία. Συνεχίζοντας την επίθεση εναντίον των αντιπάλων της κατά τη διάρκεια της ρεβιζιονιστικής διαμάχης, η Λούξεμπουργκ υποστήριξε τη συγκεκριμένη αναγκαιότητα για πολιτική ηγεσία του κόμματος επί των συνδικάτων, όπως είχε καταδειχθεί στη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Αντίθετα, η ένταση και πράγματι η αντίφαση ανάμεσα στον τελικό στόχο του σοσιαλισμού και τη διατήρηση των θεσμών του εργατικού κινήματος – ειδικά του ιδίου συμφέροντος των εργατικών συνδικάτων – που μπορούσε να απειληθεί από τη συντηρητική αντίδραση του κράτους ενάντια στην πολιτική δράση του σοσιαλιστικού κόμματος, αποκάλυψε μια σύγκρουση μεταξύ του κινήματος και του τελικού στόχου. Οι ρεβιζιονιστές πίστεψαν ότι μια μαζική πολιτική απεργία θα προκαλούσε απλώς τη Δεξιά σε ένα coup d’état.
Το αίτημα για λύτρωση
Στο προσχέδιο των θέσεών του “Πάνω στην έννοια της ιστορίας” (επίσης γνωστές ως “Θέσεις πάνω στη φιλοσοφία της ιστορίας”, 1940), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παραθέτει συγκεκριμένα τη Λούξεμπουργκ όταν περιγράφει την ίδια την ιστορία ως το “αίτημα για λύτρωση”. Όχι μόνο προέβαλε το αίτημα αυτό με τη διάσημη επίκληση του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με το σταυροδρόμι εντός του καπιταλιστικού μεταξύ “σοσιαλισμού ή βαρβαρότητας”, αλλά ως ιστορική φυσιογνωμία αυτή η ίδια αποζητά μια τέτοια λύτρωση.
Η σύγκρουση μέσα στο κόμμα και για το κόμμα στην οποία επικεντρώθηκε η Λούξεμπουργκ αποκαλύφθηκε αργότερα με φρικτό τρόπο από το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, όταν φάνηκε να τίθεται μια τρομακτική επιλογή, μεταξύ της πολιτικής αναγκαιότητας για ανατροπή του γερμανικού Ράιχ προκειμένου να αποφευχθεί ή να σταματήσει ο πόλεμος, και της ανάγκης να διατηρηθούν οι οικονομικές και πολιτικές οργανώσεις των εργατών στα συνδικάτα και το κόμμα. Ο πόλεμος ήταν το προληπτικό coup d’état του Γερμανικού Ράιχ ενάντια στο ΣΔΚΓ. Το κόμμα παραδόθηκε στο πραξικόπημα, καθώς διευκόλυνε και δικαιολόγησε την εκ μέρους των συνδικάτων βεβαίωση της αυτοσυντήρησής τους με τίμημα την προσχώρηση στον κρατικό πόλεμο. Η αυτοσυντήρηση αυτή – την οποία η Λούξεμπουργκ κατέκρινε ως προσπάθεια “να κρυφτούμε όπως ένας λαγός πίσω από ένα θάμνο”, προσωρινά, κατά τη διάρκεια του πολέμου – μπορεί να δικαιολογούνταν, αν οι ίδιες αυτές οργανώσεις είχαν συνδράμει αργότερα τη διευκόλυνση του πολιτικού αγώνα για τον σοσιαλισμό, αφότου η Πρωσική Αυτοκρατορία είχε κλονισθεί από την ήττα στον πόλεμο. Όμως, ο περιορισμός που επέβαλε το ΣΔΚΓ στους εργατικούς αγώνες για τη διατήρηση του κράτους, περιορίζοντας τη Γερμανική Επανάσταση του 1918-19 σε μια δημοκρατική επανάσταση, ενάντια στην απειλή του “μπολσεβικισμού”, σήμαινε την καταστολή εκ μέρους του κόμματος απέναντι στα ίδια του τα μέλη. Το γεγονός αυτό είχε ήδη προετοιμασθεί από προηγούμενες εξελίξεις. Η ρεβιζιονιστική προτεραιότητα του κινήματος και των οργανώσεών του εις βάρος του τελικού στόχου του σοσιαλισμού είχε επιβεβαιωθεί σε σχέση με αυτό απέναντι στο οποίο η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν είχαν πάντα προειδοποιήσει: την προσαρμογή και τη σύντηξη των εργατικών αγώνων όχι σε ένα δυνητικό εφαλτήριο για τον σοσιαλισμό αλλά, αντίθετα, σε ένα προπύργιο του καπιταλισμού: τον μετασχηματισμό του κόμματος από μια επαναστατική σε μια αντεπαναστατική δύναμη. Σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση της Λούξεμπουργκ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ΣΔΚΓ είχε γίνει ένα “αποσυντιθέμενο πτώμα” – δηλαδή κάτι που είχε, διαμέσου της δυσωδίας της αποσύνθεσης, αποκαλυφθεί πως είναι νεκρό εδώ και καιρό – νεκρό για τους σκοπούς του σοσιαλισμού. Το κόμμα είχε αυτοκτονήσει διαμέσου των παζαριών με τον διάβολο, της θυσίας του πραγματικού πολιτικού σκοπού του για χάρη της απλής αυτοσυντήρησης.
Με αυτό τον τρόπο, στο όνομα της υποτιθέμενης δράσης προς όφελος των εργατών, τα πραγματικά εργατικά συμφέροντα – στον σοσιαλισμό – προδόθηκαν. Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ στη Μπροσούρα του Γιούνιους, η αποτυχία του ΣΔΚΓ την κρίσιμη στιγμή του 1914 είχε θέσει ολόκληρη την ιστορία των προηγούμενων “σαράντα χρόνων” εργατικών αγώνων – από την ίδρυση του ΣΔΚΓ το 1875 – “εν αμφιβόλω”. Θα εξαλειφόταν άραγε η ιστορία αυτή χωρίς λύτρωση; Η ερώτηση αυτή υπογράμμιζε την παρατήρηση της Λούξεμπουργκ, δεκαετίες νωρίτερα, στην οποία προειδοποιούσε εναντίον της διάλυσης του τελικού στόχου στο κίνημα η οποία θα πρόδιδε, όχι μόνο τον τελικό στόχο, αλλά και το ίδιο το κίνημα. Ο ρεφορμιστικός ρεβιζιονισμός κατασπάραξε τον εαυτό του. Η μοναδική σημασία του κόμματος ήταν ο τελικός του στόχος της επανάστασης· χωρίς αυτόν, δεν ήταν “τίποτα” – πράγματι, χειρότερα από τίποτα: έγινε ένα θεόρατο εμπόδιο. Για τη Λούξεμπουργκ, το κόμμα δεν ήταν μόνον ή πρωτίστως το “υποκείμενο” αλλά, πολύ περισσότερο και ειδικά, το αντικείμενο του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης για να πετύχει τον σοσιαλισμό. Για αυτό τον λόγο, η επανάσταση που το κόμμα διευκόλυνε ήταν για τη Λούξεμπουργκ απλώς η αφετηρία και όχι το τέλος του αγώνα για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Το πολιτικό πρόβλημα του σοσιαλισμού ήταν έκδηλο στον τρόπο με τον οποίο το κόμμα παρέπεμπε πέρα από τον εαυτό του στην επανάσταση. Όμως, χωρίς το κόμμα, το πρόβλημα αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ καν να εκδηλωθεί, πόσο μάλλον να δείξει πέρα από τον εαυτό του.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης που προκλήθηκε από την κατάρρευση του Γερμανικού Ράιχ στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Λούξεμπουργκ αποσχίσθηκε και ίδρυσε το νέο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ), συμπράττοντας με τον Λένιν στον σχηματισμό της “Τρίτης” ή Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1919: προκειμένου να ξεκαθαρίσει τα πολιτικά καθήκοντα που είχαν αποκαλυφθεί και αναπτυχθεί αλλά τελικά απέτυχαν και εγκαταλείφθηκαν από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς στον πόλεμο και την επανάσταση. Όπως ακριβώς η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν πάντα υποστήριζαν ότι το πολιτικό κόμμα για τον σοσιαλισμό ήταν αναγκαίο για να αναπτυχθεί η αντίφαση και η κρίση του καπιταλισμού, όπως αυτός εξελίχθηκε από την εποχή του Μαρξ μέχρι τη δική τους, έτσι είχε γίνει αναγκαίο, κατά τη διάρκεια της κρίσης, να διασπασθεί αυτό το κόμμα και να ιδρυθεί ένα νέο. Η μετατροπή του διεθνούς πολέμου του καπιταλισμού σε μια σοσιαλιστική επανάσταση συνέπιπτε με την ανάδειξη ενός εμφυλίου πολέμου εντός του εργατικού κινήματος και, πράγματι, εντός του ίδιου του μαρξισμού. Ενώ οι πρώην σύντροφοί της στο ΣΔΚΓ δείλιασαν μπροστά στον εμφανιζόμενο ως επαναστατικό φανατισμό της, και “έσωσαν” τον εαυτό τους και το κόμμα τους προδίδοντας τον τελικό του στόχο (αλλά στερούμενοι τελικά ιστορικής σημασίας), πράγματι η Λούξεμπουργκ, ως ένα πιστό κομματικό μέλος, θυσιάσθηκε για τον τελικό στόχο του σοσιαλισμού, λυτρώνοντας και καθιστώντας απολύτως αναγκαίο τον μαρξισμό της, επιφορτίζοντάς μας έτσι με το καθήκον της μνήμης και της ανάκτησής του σήμερα. | Π
- Στα γερμανικά: Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD. ↩
- Selected Political Writings of Rosa Luxemburg, επ. Dick Howard (New York: Monthly Review Press, 1971), σελ. 38-39· διατίθεται επίσης διαδικτυακά: https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1898/10/04.htm. Στα ελληνικά βλ. τον παρόντα τόμο. ↩
- Quoted in Georg Lukács,“The Standpoint of the Proletariat,” Part III of “Reification and the Consciousness of the Proletariat” in History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics (1923), trans. Rodney Livingstone (Cambridge, MA: MIT Press, 1971), 195. Διατίθεται διαδικτυακά: <https://www.marxists.org/archive/lukacs/works/history/hcc07_5.htm>. Στα ελληνικά: Γκέοργκ Λούκατς, “Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου”, μτφ. Κώστας Καβουλάκος, Εκκρεμές, 2006, σελ. 299. ↩
- Βλ. επίσης το άρθρο μου “Lenin’s Liberalism”, *Platypus Review* 36 (June 2011): http://platypus1917.org/2011/06/01/lenins-liberalism/. Στα ελληνικά: http://tiny.cc/7yscuy ↩